- κορυμβοφόρος
- κορυμβοφόρος, ον,A cluster-bearing,
κισσός Longus 2.26
.2 ivycrowned, Διόνυσος, γυναῖκες, Nonn.D.14.311, 24.102.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κισσός Longus 2.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορυμβοφόρος — ο (Α κορυμβοφόρος, ον) (για φυτά) αυτός που έχει κορύμβους, που έχει άνθη με διάταξη κατά κορύμβους αρχ. (για πρόσ.) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυμβος + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
κορυμβοφόρον — κορυμβοφόρος cluster bearing masc/fem acc sg κορυμβοφόρος cluster bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυμβοφόροιο — κορυμβοφόρος cluster bearing masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυμβοφόρου — κορυμβοφόρος cluster bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυμβοφόρους — κορυμβοφόρος cluster bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυμβοφόρῳ — κορυμβοφόρος cluster bearing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek